γλυκός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γλυκός < αρχαία ελληνική γλυκύς και γλύκιος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γλυκός
- που έχει γλυκιά γεύση για τρόφιμο - ποτό
- που έχει γλυκιά όψη, που δεν έχει τίποτα αγριωπό, αλλά απεναντίας έχει ένα βλέμμα που ακτινοβολεί πραότητα, καλοσύνη, δίχως βλακεία
- που όσον αφορά στη συμπεριφορά και όχι μόνο στην όψη, είναι χαριτωμένος, ευγενικός, συχνά αλλά όχι απαραιτήτως γελαστός, που προκαλεί στην ψυχή την ίδια ευχαρίστηση που προκαλεί ένα γλύκισμα στη γεύση, δεν προξενεί πικρίες, αλλά απεναντίας τονώνει το αίσθημα της εμπιστοσύνης, της πραότητας, της καλοσύνης και της έξυπνης αγαθότητας
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γλυκός