Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γλυκανάλατος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γλυκανάλατ
ος
η
γλυκανάλατ
η
το
γλυκανάλατ
ο
γενική
του
γλυκανάλατ
ου
της
γλυκανάλατ
ης
του
γλυκανάλατ
ου
αιτιατική
τον
γλυκανάλατ
ο
τη
γλυκανάλατ
η
το
γλυκανάλατ
ο
κλητική
γλυκανάλατ
ε
γλυκανάλατ
η
γλυκανάλατ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γλυκανάλατ
οι
οι
γλυκανάλατ
ες
τα
γλυκανάλατ
α
γενική
των
γλυκανάλατ
ων
των
γλυκανάλατ
ων
των
γλυκανάλατ
ων
αιτιατική
τους
γλυκανάλατ
ους
τις
γλυκανάλατ
ες
τα
γλυκανάλατ
α
κλητική
γλυκανάλατ
οι
γλυκανάλατ
ες
γλυκανάλατ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γλυκανάλατος
<
γλυκός
και
ανάλατος
Επίθετο
επεξεργασία
γλυκανάλατος
χαρακτηρισμός ανθρώπου και κατάστασης (κυρίως προσώπου) που έχει
γλυκερή
συμπεριφορά αλλά δεν παρουσιάζει κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γλυκανάλατος
αγγλικά
:
sugary
(en)
,
schmaltzy
(en)
,
sickly sweet
(en)
γαλλικά
:
sirupeux
(fr)
,
mielleux
(fr)
,
insipide
(fr)
γερμανικά
:
schmalzig
(de)
ιταλικά
:
mieloso
(it)
,
sdolcinato
(it)