Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλυκερός η γλυκερή το γλυκερό
      γενική του γλυκερού της γλυκερής του γλυκερού
    αιτιατική τον γλυκερό τη γλυκερή το γλυκερό
     κλητική γλυκερέ γλυκερή γλυκερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλυκεροί οι γλυκερές τα γλυκερά
      γενική των γλυκερών των γλυκερών των γλυκερών
    αιτιατική τους γλυκερούς τις γλυκερές τα γλυκερά
     κλητική γλυκεροί γλυκερές γλυκερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλυκερός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γλυκερός[1]

  Επίθετο επεξεργασία

γλυκερός, -ή, -ό

  1. που είναι κάπως γλυκός στη γεύση, όμως όχι ιδιαίτερα ευχάριστος
  2. (μεταφορικά) που είναι ιδιαίτερα συναισθηματικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία