Δείτε επίσης: γλυκύτητα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλυκάδα οι γλυκάδες
      γενική της γλυκάδας
    αιτιατική τη γλυκάδα τις γλυκάδες
     κλητική γλυκάδα γλυκάδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλυκάδα < μεσαιωνική ελληνική γλυκάδα < γλυκ(ός) + -άδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλυκάδα θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία