Ετυμολογία

επεξεργασία
γλυκαίνω < αρχαία ελληνική γλυκαίνω

γλυκαίνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι γλυκο προσθέτοντας γλυκαντική ουσία ή σάκχαρο
    ※  Πάνω από τα τηγανητά αυγά τρώω πάντα μια φέτα ψωμί με μαρμελάδα, για να γλυκάνω το στόμα μου, και τη στιγμή εκείνη την άλειφα. (Αντώνης Σουρούνης (1985) Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι [μυθιστόρημα])
  2. (αμετάβατο) γίνομαι εγώ πιο γλυκός, πιο πράος
    είναι στρυφνή, αλλά όταν μιλάει στα παιδιά, γλυκαίνει αμέσως
    γλύκανε ο καιρός
    • (μεταβατικό) μεταβάλλω ένα χαρακτηριστικό μου προς το γλυκύτερο, το κάνω πιο ευχάριστο, ήρεμο, πράο κλπ
      γλυκαίνει τη φωνή του για να ζητήσει κάτι

Σημειώσεις

επεξεργασία

Προσοχή στην προφορά! Το "κ" ηχεί διαφορετικά απ' το αντίστοιχο της λέξης γλυκός (διαφορετική τοποθέτηση της γλώσσας).

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

γλυκαίνω < γλυκύς

γλυκαίνω (γλυκαίνομαι, επίσης γλυκάζω)

Αντώνυμα

επεξεργασία