γλυκαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλυκαίνω < αρχαία ελληνική γλυκαίνω
Ρήμα
επεξεργασίαγλυκαίνω
- (μεταβατικό) κάνω κάτι γλυκο προσθέτοντας γλυκαντική ουσία ή σάκχαρο
- ※ Πάνω από τα τηγανητά αυγά τρώω πάντα μια φέτα ψωμί με μαρμελάδα, για να γλυκάνω το στόμα μου, και τη στιγμή εκείνη την άλειφα. (Αντώνης Σουρούνης (1985) Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι [μυθιστόρημα])
- (αμετάβατο) γίνομαι εγώ πιο γλυκός, πιο πράος
- είναι στρυφνή, αλλά όταν μιλάει στα παιδιά, γλυκαίνει αμέσως
- γλύκανε ο καιρός
- (μεταβατικό) μεταβάλλω ένα χαρακτηριστικό μου προς το γλυκύτερο, το κάνω πιο ευχάριστο, ήρεμο, πράο κλπ
- γλυκαίνει τη φωνή του για να ζητήσει κάτι
Σημειώσεις
επεξεργασίαΠροσοχή στην προφορά! Το "κ" ηχεί διαφορετικά απ' το αντίστοιχο της λέξης γλυκός (διαφορετική τοποθέτηση της γλώσσας).
Παράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γλυκαίνω | γλύκαινα | θα γλυκαίνω | να γλυκαίνω | γλυκαίνοντας | |
β' ενικ. | γλυκαίνεις | γλύκαινες | θα γλυκαίνεις | να γλυκαίνεις | γλύκαινε | |
γ' ενικ. | γλυκαίνει | γλύκαινε | θα γλυκαίνει | να γλυκαίνει | ||
α' πληθ. | γλυκαίνουμε | γλυκαίναμε | θα γλυκαίνουμε | να γλυκαίνουμε | ||
β' πληθ. | γλυκαίνετε | γλυκαίνατε | θα γλυκαίνετε | να γλυκαίνετε | γλυκαίνετε | |
γ' πληθ. | γλυκαίνουν(ε) | γλύκαιναν γλυκαίναν(ε) |
θα γλυκαίνουν(ε) | να γλυκαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γλύκανα | θα γλυκάνω | να γλυκάνω | γλυκάνει | ||
β' ενικ. | γλύκανες | θα γλυκάνεις | να γλυκάνεις | γλύκανε | ||
γ' ενικ. | γλύκανε | θα γλυκάνει | να γλυκάνει | |||
α' πληθ. | γλυκάναμε | θα γλυκάνουμε | να γλυκάνουμε | |||
β' πληθ. | γλυκάνατε | θα γλυκάνετε | να γλυκάνετε | γλυκάνετε | ||
γ' πληθ. | γλύκαναν γλυκάναν(ε) |
θα γλυκάνουν(ε) | να γλυκάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γλυκάνει | είχα γλυκάνει | θα έχω γλυκάνει | να έχω γλυκάνει | ||
β' ενικ. | έχεις γλυκάνει | είχες γλυκάνει | θα έχεις γλυκάνει | να έχεις γλυκάνει | έχε γλυκαμένο | |
γ' ενικ. | έχει γλυκάνει | είχε γλυκάνει | θα έχει γλυκάνει | να έχει γλυκάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε γλυκάνει | είχαμε γλυκάνει | θα έχουμε γλυκάνει | να έχουμε γλυκάνει | ||
β' πληθ. | έχετε γλυκάνει | είχατε γλυκάνει | θα έχετε γλυκάνει | να έχετε γλυκάνει | έχετε γλυκαμένο | |
γ' πληθ. | έχουν γλυκάνει | είχαν γλυκάνει | θα έχουν γλυκάνει | να έχουν γλυκάνει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) γλυκαμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) γλυκαμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) γλυκαμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) γλυκαμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γλυκαίνομαι | γλυκαινόμουν(α) | θα γλυκαίνομαι | να γλυκαίνομαι | ||
β' ενικ. | γλυκαίνεσαι | γλυκαινόσουν(α) | θα γλυκαίνεσαι | να γλυκαίνεσαι | (γλυκαίνου) | |
γ' ενικ. | γλυκαίνεται | γλυκαινόταν(ε) | θα γλυκαίνεται | να γλυκαίνεται | ||
α' πληθ. | γλυκαινόμαστε | γλυκαινόμαστε γλυκαινόμασταν |
θα γλυκαινόμαστε | να γλυκαινόμαστε | ||
β' πληθ. | γλυκαίνεστε | γλυκαινόσαστε γλυκαινόσασταν |
θα γλυκαίνεστε | να γλυκαίνεστε | (γλυκαίνεστε) | |
γ' πληθ. | γλυκαίνονται | γλυκαίνονταν γλυκαινόντουσαν |
θα γλυκαίνονται | να γλυκαίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γλυκάθηκα | θα γλυκαθώ | να γλυκαθώ | γλυκαθεί | ||
β' ενικ. | γλυκάθηκες | θα γλυκαθείς | να γλυκαθείς | |||
γ' ενικ. | γλυκάθηκε | θα γλυκαθεί | να γλυκαθεί | |||
α' πληθ. | γλυκαθήκαμε | θα γλυκαθούμε | να γλυκαθούμε | |||
β' πληθ. | γλυκαθήκατε | θα γλυκαθείτε | να γλυκαθείτε | γλυκαθείτε | ||
γ' πληθ. | γλυκάθηκαν γλυκαθήκαν(ε) |
θα γλυκαθούν(ε) | να γλυκαθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω γλυκαθεί | είχα γλυκαθεί | θα έχω γλυκαθεί | να έχω γλυκαθεί | γλυκαμένος | |
β' ενικ. | έχεις γλυκαθεί | είχες γλυκαθεί | θα έχεις γλυκαθεί | να έχεις γλυκαθεί | ||
γ' ενικ. | έχει γλυκαθεί | είχε γλυκαθεί | θα έχει γλυκαθεί | να έχει γλυκαθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε γλυκαθεί | είχαμε γλυκαθεί | θα έχουμε γλυκαθεί | να έχουμε γλυκαθεί | ||
β' πληθ. | έχετε γλυκαθεί | είχατε γλυκαθεί | θα έχετε γλυκαθεί | να έχετε γλυκαθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν γλυκαθεί | είχαν γλυκαθεί | θα έχουν γλυκαθεί | να έχουν γλυκαθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαγλυκαίνω < γλυκύς
Ρήμα
επεξεργασίαγλυκαίνω (γλυκαίνομαι, επίσης γλυκάζω)
- κάνω κάτι γλυκό