ενεστώτας sweeten
γ΄ ενικό ενεστώτα sweetens
αόριστος sweetened
παθητική μετοχή sweetened
ενεργητική μετοχή sweetening

  Ετυμολογία

επεξεργασία
sweeten < sweet + -en

sweeten (en)

  • γλυκαίνω φαγητά ή ποτά με ζάχαρη κτλ.
    ⮡  You sweetened the coffee too much.
    Πολύ τον γλύκανες τον καφέ.