ενικός         πληθυντικός  
sweetener sweeteners

  Ετυμολογία

επεξεργασία
sweetener < sweeten + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sweetener (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το γλυκαντικό, μια ουσία που χρησιμοποιείται για να κάνει τα τρόφιμα ή τα ποτά να έχουν πιο γλυκιά γεύση
    ⮡  a carbonated soft drink with sweeteners - αεριούχο αναψυκτικό με γλυκαντικά