Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

sweet < μέση αγγλική sweete

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /swiːt/

  Επίθετο επεξεργασία

sweet (en)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sweet (en)

  1. το γλυκό, μία από τις βασικές γεύσεις
  2. το γλυκό, το γλύκισμα