sweet
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sweet < μέση αγγλική sweete
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | sweet |
συγκριτικός | sweeter |
υπερθετικός | sweetest |
sweet (en)
- γλυκός, που έχει τη γεύση της ζάχαρης
- ⮡ Honey is sweet.
- Το μέλι είναι γλυκό.
- ⮡ Honey is sweet.
- γλυκός, που έχει ευχάριστη μυρωδιά
- ⮡ How sweet these roses smell!
- Τι γλυκά που μυρίζουν αυτά τα τριαντάφυλλα!
- ⮡ How sweet these roses smell!
- γλυκός, που έχει ευχάριστο ήχο
- ⮡ a sweet voice/melody - γλυκιά φωνή/μελωδία
- γλυκός, που με κάνει να νιώθω ευχαριστημένος
- ⮡ sweet dreams - γλυκά όνειρα
- γλυκός, χαριτωμένος, ειδικά των παιδιών ή των μικρών πραγμάτων
- γλυκός, που έχει συμπαθητικό χαρακτήρα
- ⮡ a sweet person - γλυκός άνθρωπος
Σύνθετα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sweet | sweets |
sweet (en)
- (βρετανική σημασία) το γλυκό, ένα μικρό κομμάτι γλυκό φαγητό, που συνήθως φτιάχνεται με ζάχαρη ή σοκολάτα και τρώγεται μεταξύ των γευμάτων
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, βρετανική σημασία) το γλυκό, το γλύκισμα, ένα γλυκό πιάτο που τρώγεται στο τέλος ενός γεύματος