Ουσιαστικό

επεξεργασία

candy (en)

  1. γενική ονομασία για μικρά γλυκά φτιαγμένα κυρίως από ζάχαρη, με άλλα συστατικά προστιθέμενα για διάφορες γεύσεις, καραμέλες
  2. μία καραμέλα

Εκφράσεις

επεξεργασία
  1. like candy: για κάτι που δίνεται σε άλλους άφθονα, σαν να μην είχε σημασία ή αξία
    it was completely nuts at the demo, the cops were lobbing tear gas cannisters at the crowd like candy
    they are handing out development contracts like candy down there at City Hall