candy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcandy (en)
- γενική ονομασία για μικρά γλυκά φτιαγμένα κυρίως από ζάχαρη, με άλλα συστατικά προστιθέμενα για διάφορες γεύσεις, καραμέλες
- μία καραμέλα
Εκφράσεις
επεξεργασία- like candy: για κάτι που δίνεται σε άλλους άφθονα, σαν να μην είχε σημασία ή αξία
- it was completely nuts at the demo, the cops were lobbing tear gas cannisters at the crowd like candy
- they are handing out development contracts like candy down there at City Hall