Δείτε επίσης: Καρμέλα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καραμέλα οι καραμέλες
      γενική της καραμέλας των (καραμελών)
    αιτιατική την καραμέλα τις καραμέλες
     κλητική καραμέλα καραμέλες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Καραμέλες σε διάφορα χρώματα από το Σαν Φρανσίσκο.
 
Καραμέλα σε μορφή σιροπιού.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καραμέλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική caramella[1] < (αντιδάνειο)[2] μεσαιωνικά λατινικά cannamelis < παραφθορά της λατινικής calamellus < υποκοριστικό του calamus < αρχαία ελληνική κάλαμος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ɾaˈme.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ρα‐μέ‐λα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καραμέλα θηλυκό

  1. (γλυκό) μικρό στερό σκληρό γλύκισμα διαφόρων γεύσεων και αρωμάτων που λειώνει στο στόμα
    ⮡  καραμέλες βουτύρου, μέντας, ευκάλυπτου
    ⮡  καραμέλα για τον λαιμό (θεραπευτική)
  2. (γαστρονομία) σιρόπι από καμένη ζάχαρη με καφετί χρώμα που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • πιπιλίζω / το 'χω σαν καραμέλα: επαναλαμβάνω κάτι συνέχεια, φέρνω συνέχεια το ίδιο επιχείρημα

Συγγενικά

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. καραμέλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.