καραμέλιασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καραμέλιασμα < καραμελιάζω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαραμέλιασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καραμελιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία καραμέλιασμα
|
Δείτε επίσης : καραμέλωμα |
καραμέλιασμα ουδέτερο
|