γλύκισμα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γλύκισμα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γλύκυσμα[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɣli.ci.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλύ‐κι‐σμα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γλύκισμα ουδέτερο
- (γλυκό) το γλυκό (παρασκεύασμα της ζαχαροπλαστικής)
- (μεταφορικά) ο χαρακτηρισμός για πολύ νόστιμο φαγητό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γλύκισμα
Επεξεργασία
- ↑ «γλύκισμα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.