γλυκό
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γλυκό | τα | γλυκά |
γενική | του | γλυκού | των | γλυκών |
αιτιατική | το | γλυκό | τα | γλυκά |
κλητική | γλυκό | γλυκά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γλυκό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γλυκός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γλυκό ουδέτερο
- (γλυκό) παρασκεύασμα της ζαχαροπλαστικής με γλυκιά γεύση, φτιαγμένο με ζάχαρη ή μέλι
- (μόνο στον ενικό) μια από τις πέντε βασικές γεύσεις
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
γλυκό