σιρόπι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σιρόπι | τα | σιρόπια |
γενική | του | σιροπιού | των | σιροπιών |
αιτιατική | το | σιρόπι | τα | σιρόπια |
κλητική | σιρόπι | σιρόπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σιρόπι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σιρόπιον < ιταλική sciroppi, πληθυντικός αριθμός του sciroppo < μεσαιωνική λατινική siruppus / syrupus < αραβική شراب (šarāb, ποτό) < شرب (šáriba, πίνω)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σιρόπι ουδέτερο
- (γαστρονομία) παχύρρευστο υγρό με μεγάλη περιεκτικότητα σε ζάχαρη
- (φαρμακευτική) φάρμακο σε υγρή μορφή που πίνεται με το κουτάλι
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- σιρόπι στη Βικιπαίδεια