πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιρόπι τα σιρόπια
      γενική του σιροπιού των σιροπιών
    αιτιατική το σιρόπι τα σιρόπια
     κλητική σιρόπι σιρόπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τηγανίτες με σιρόπι
αγγλικό σιρόπι για τον βήχα (1925)

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σιρόπι ουδέτερο

  1. (γαστρονομία) παχύρρευστο υγρό με μεγάλη περιεκτικότητα σε ζάχαρη
  2. (φαρμακευτική) φάρμακο σε υγρή μορφή που πίνεται με το κουτάλι

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία