σιροπιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασιροπιάζω
- περιχύνω με σιρόπι
- (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) ερωτοτροπώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σιρόπι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σιροπιάζω | σιρόπιαζα | θα σιροπιάζω | να σιροπιάζω | σιροπιάζοντας | |
β' ενικ. | σιροπιάζεις | σιρόπιαζες | θα σιροπιάζεις | να σιροπιάζεις | σιρόπιαζε | |
γ' ενικ. | σιροπιάζει | σιρόπιαζε | θα σιροπιάζει | να σιροπιάζει | ||
α' πληθ. | σιροπιάζουμε | σιροπιάζαμε | θα σιροπιάζουμε | να σιροπιάζουμε | ||
β' πληθ. | σιροπιάζετε | σιροπιάζατε | θα σιροπιάζετε | να σιροπιάζετε | σιροπιάζετε | |
γ' πληθ. | σιροπιάζουν(ε) | σιρόπιαζαν σιροπιάζαν(ε) |
θα σιροπιάζουν(ε) | να σιροπιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σιρόπιασα | θα σιροπιάσω | να σιροπιάσω | σιροπιάσει | ||
β' ενικ. | σιρόπιασες | θα σιροπιάσεις | να σιροπιάσεις | σιρόπιασε | ||
γ' ενικ. | σιρόπιασε | θα σιροπιάσει | να σιροπιάσει | |||
α' πληθ. | σιροπιάσαμε | θα σιροπιάσουμε | να σιροπιάσουμε | |||
β' πληθ. | σιροπιάσατε | θα σιροπιάσετε | να σιροπιάσετε | σιροπιάστε | ||
γ' πληθ. | σιρόπιασαν σιροπιάσαν(ε) |
θα σιροπιάσουν(ε) | να σιροπιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σιροπιάσει | είχα σιροπιάσει | θα έχω σιροπιάσει | να έχω σιροπιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σιροπιάσει | είχες σιροπιάσει | θα έχεις σιροπιάσει | να έχεις σιροπιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σιροπιάσει | είχε σιροπιάσει | θα έχει σιροπιάσει | να έχει σιροπιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σιροπιάσει | είχαμε σιροπιάσει | θα έχουμε σιροπιάσει | να έχουμε σιροπιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σιροπιάσει | είχατε σιροπιάσει | θα έχετε σιροπιάσει | να έχετε σιροπιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σιροπιάσει | είχαν σιροπιάσει | θα έχουν σιροπιάσει | να έχουν σιροπιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιροπιάζω
|