Ετυμολογία

επεξεργασία
σιροπιάζω < σιρόπ(ι) + -ιάζω

σιροπιάζω

  1. περιχύνω με σιρόπι
  2. (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) ερωτοτροπώ

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία