ερωτοτροπώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαερωτοτροπώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ερωτοτροπώ | ερωτοτροπούσα | θα ερωτοτροπώ | να ερωτοτροπώ | ερωτοτροπώντας | |
β' ενικ. | ερωτοτροπείς | ερωτοτροπούσες | θα ερωτοτροπείς | να ερωτοτροπείς | (ερωτοτρόπει) | |
γ' ενικ. | ερωτοτροπεί | ερωτοτροπούσε | θα ερωτοτροπεί | να ερωτοτροπεί | ||
α' πληθ. | ερωτοτροπούμε | ερωτοτροπούσαμε | θα ερωτοτροπούμε | να ερωτοτροπούμε | ||
β' πληθ. | ερωτοτροπείτε | ερωτοτροπούσατε | θα ερωτοτροπείτε | να ερωτοτροπείτε | ερωτοτροπείτε | |
γ' πληθ. | ερωτοτροπούν(ε) | ερωτοτροπούσαν(ε) | θα ερωτοτροπούν(ε) | να ερωτοτροπούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ερωτοτρόπησα | θα ερωτοτροπήσω | να ερωτοτροπήσω | ερωτοτροπήσει | ||
β' ενικ. | ερωτοτρόπησες | θα ερωτοτροπήσεις | να ερωτοτροπήσεις | ερωτοτρόπησε | ||
γ' ενικ. | ερωτοτρόπησε | θα ερωτοτροπήσει | να ερωτοτροπήσει | |||
α' πληθ. | ερωτοτροπήσαμε | θα ερωτοτροπήσουμε | να ερωτοτροπήσουμε | |||
β' πληθ. | ερωτοτροπήσατε | θα ερωτοτροπήσετε | να ερωτοτροπήσετε | ερωτοτροπήστε | ||
γ' πληθ. | ερωτοτρόπησαν ερωτοτροπήσαν(ε) |
θα ερωτοτροπήσουν(ε) | να ερωτοτροπήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ερωτοτροπήσει | είχα ερωτοτροπήσει | θα έχω ερωτοτροπήσει | να έχω ερωτοτροπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ερωτοτροπήσει | είχες ερωτοτροπήσει | θα έχεις ερωτοτροπήσει | να έχεις ερωτοτροπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ερωτοτροπήσει | είχε ερωτοτροπήσει | θα έχει ερωτοτροπήσει | να έχει ερωτοτροπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ερωτοτροπήσει | είχαμε ερωτοτροπήσει | θα έχουμε ερωτοτροπήσει | να έχουμε ερωτοτροπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ερωτοτροπήσει | είχατε ερωτοτροπήσει | θα έχετε ερωτοτροπήσει | να έχετε ερωτοτροπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ερωτοτροπήσει | είχαν ερωτοτροπήσει | θα έχουν ερωτοτροπήσει | να έχουν ερωτοτροπήσει |
|