Ετυμολογία

επεξεργασία
ερωτοτροπώ < έρωτας + -ο- + τρόπος + ώ

ερωτοτροπώ

  1. φλερτάρω
  2. εκδηλώνομαι διαχυτικά στον ερωτικό τομέα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία