Ετυμολογία

επεξεργασία
flirti < αγγλική flirt
ρήμα flirti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας flirtas flirtanta flirtata
αόριστος flirtis flirtinta flirtita
μέλλοντας flirtos flirtonta flirtota
υποθετική flirtus - -
προστακτική flirtu - -

flirti (eo)

  1. ερωτοτροπώ, φλερτάρω
  2. (μεταφορικά) στροβιλίζομαι