Ετυμολογία

επεξεργασία
στροβιλίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος στροβιλίζω

στροβιλίζομαι

  1. περιστρέφομαι, μετακινούμαι προς όλες τις κατευθύνσεις
  2. χορεύω γυρίζοντας διαρκώς, στριφογυρίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία