Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στριφογυρίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στρεφογυρίζω < στρέφω + γυρίζω[1]

  Ρήμα επεξεργασία

στριφογυρίζω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία