στριφογυρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στριφογυρίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στρεφογυρίζω < στρέφω + γυρίζω[1]
Ρήμα
επεξεργασίαστριφογυρίζω
- γυρίζω διαρκώς
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στριφογυρίζω | στριφογύριζα | θα στριφογυρίζω | να στριφογυρίζω | στριφογυρίζοντας | |
β' ενικ. | στριφογυρίζεις | στριφογύριζες | θα στριφογυρίζεις | να στριφογυρίζεις | στριφογύριζε | |
γ' ενικ. | στριφογυρίζει | στριφογύριζε | θα στριφογυρίζει | να στριφογυρίζει | ||
α' πληθ. | στριφογυρίζουμε | στριφογυρίζαμε | θα στριφογυρίζουμε | να στριφογυρίζουμε | ||
β' πληθ. | στριφογυρίζετε | στριφογυρίζατε | θα στριφογυρίζετε | να στριφογυρίζετε | στριφογυρίζετε | |
γ' πληθ. | στριφογυρίζουν(ε) | στριφογύριζαν στριφογυρίζαν(ε) |
θα στριφογυρίζουν(ε) | να στριφογυρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στριφογύρισα | θα στριφογυρίσω | να στριφογυρίσω | στριφογυρίσει | ||
β' ενικ. | στριφογύρισες | θα στριφογυρίσεις | να στριφογυρίσεις | στριφογύρισε | ||
γ' ενικ. | στριφογύρισε | θα στριφογυρίσει | να στριφογυρίσει | |||
α' πληθ. | στριφογυρίσαμε | θα στριφογυρίσουμε | να στριφογυρίσουμε | |||
β' πληθ. | στριφογυρίσατε | θα στριφογυρίσετε | να στριφογυρίσετε | στριφογυρίστε | ||
γ' πληθ. | στριφογύρισαν στριφογυρίσαν(ε) |
θα στριφογυρίσουν(ε) | να στριφογυρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στριφογυρίσει | είχα στριφογυρίσει | θα έχω στριφογυρίσει | να έχω στριφογυρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις στριφογυρίσει | είχες στριφογυρίσει | θα έχεις στριφογυρίσει | να έχεις στριφογυρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει στριφογυρίσει | είχε στριφογυρίσει | θα έχει στριφογυρίσει | να έχει στριφογυρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στριφογυρίσει | είχαμε στριφογυρίσει | θα έχουμε στριφογυρίσει | να έχουμε στριφογυρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε στριφογυρίσει | είχατε στριφογυρίσει | θα έχετε στριφογυρίσει | να έχετε στριφογυρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στριφογυρίσει | είχαν στριφογυρίσει | θα έχουν στριφογυρίσει | να έχουν στριφογυρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία στριφογυρίζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ στριφογυρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας