Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλωθογυρίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

κλωθογυρίζω

  1. στριφογυρίζω
  2. (ειδικότερα), (μεταφορικά) προσπαθώ να αποφύγω κάποια εργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία