Ετυμολογία

επεξεργασία
κλωθογυρίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλωθογυρίζω

κλωθογυρίζω

  1. στριφογυρίζω
  2. (ειδικότερα, μεταφορικά) προσπαθώ να αποφύγω κάποια εργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κλωθογυρίζω < κλώθω + γυρίζω

κλωθογυρίζω (και σήμερα σε χρήση)

  1. (μεταβατικό) περικυκλώνω
    ※  15ος αιώνας Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν, Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2 σελ.@books-google
    γροικῶντα οἱ Γενουβίσοι πῶς ἦτον ἀπεζοὶ μὲ ὀλίγους λᾶς, ἐκλωθογυρίσαν τους καὶ στάθησαν εἰς τὸν πόλεμον· καὶ ἅνταν ἐποστάθησαν, ἐσύρτησαν μικρὸν διὰ νʼ ἀναπαυτοῦν, καὶ βρίσκουν ὀπίσω τους ἄλλους Γενουβίσους, καὶ θεωρῶντά τους, ἔφυγεν ἀπὧδε καὶ ἀποκεῖ·
  2. (μεταβατικό) στριφογυρίζω, αλλάζω
  3. (αμετάβατο) μεταστρέφομαι, αλλάζω
  4. (αμετάβατο) τριγυρίζω
  5. (αμετάβατο) πράττω, ελίσσομαι
  6. (στη μέση φωνή) περιστρέφομαι
    ※  13ος/14ος αιώνας Πουλολόγος, ανωνύμου, στίχ 506, (506-508), στο Carmina graeca Medii Aevi, ed. Wilhelm Wagner, in aedibvs B.G. Tevbneri, 1874, σελ.194 @archive.org
    ἀλλʼ ὅταν κλωθογυριστῶ καὶ ʼδῶ σε, περιστέριν,
    νὰ κάθεσαι εἰς ὀρδινιάν μετὰ παντὸς ὀρνέου,
    νᾆπες, καθόλου σφάζομαι μὲ φράγγικον μαχαίριν.

Συγγενικά

επεξεργασία

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία