Δείτε επίσης: ἔρωτας
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο έρωτας οι έρωτες
      γενική του έρωτα των ερώτων
    αιτιατική τον έρωτα τους έρωτες
     κλητική έρωτα έρωτες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

έρωτας ουδέτερο

  1. σαρκική έλξη ενός ατόμου προς άλλο, έντονη επιθυμία ή αγάπη, υπερβολική αφοσίωση
  2. η σχέση μεταξύ ερωτευμένων
  3. το αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας
  4. η σαρκική επαφή, η ερωτική πράξη
  5. βαθιά έλξη ή ενδιαφέρον
      έχω έρωτα με τα ιταλικά
     δείτε και τις λέξεις ντέρτι και νταλκάς

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. έρωτας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας