έρωτας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | έρωτας | οι | έρωτες |
γενική | του | έρωτα | των | ερώτων |
αιτιατική | τον | έρωτα | τους | έρωτες |
κλητική | έρωτα | έρωτες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- έρωτας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἔρωτας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἔρως, από την αιτιατική «τὸν ἔρωτα» [1][2] → δείτε τις λέξεις ἔρως και ἐραστής
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈe.ɾo.tas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐ρω‐τας
Ουσιαστικό επεξεργασία
έρωτας ουδέτερο
- σαρκική έλξη ενός ατόμου προς άλλο, έντονη επιθυμία ή αγάπη, υπερβολική αφοσίωση
- η σχέση μεταξύ ερωτευμένων
- το αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας
- η σαρκική επαφή, η ερωτική πράξη
- βαθιά έλξη ή ενδιαφέρον
Εκφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
ερωτ-
ερωτ-
με ερωτ-
με ερασ- → δείτε τη λέξη εραστής
Δείτε επίσης επεξεργασία
- έρως στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
έρωτας
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ έρωτας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.