ερωτιδέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ερωτιδέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐρωτιδ(εύς) + -έας από την αιτιατική ἐρωτιδέα < ἔρως. Μορφολογικά αναλύεται σε έρωτ(ος) + -ιδέας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ɾo.tiˈðe.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ρω‐τι‐δέ‐ας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαερωτιδέας αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) ο αρχαίος θεός Έρωτας στην παιδική του ηλικία
- (τέχνη) παράσταση (γλυπτική, ζωγραφική κ.λπ.) νεαρού έρωτα
- (κατ’ επέκταση, λόγιο) ερωτύλος (νεαρής ηλικίας)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ερωτιδεύς (λόγιο)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη έρωτας