Δείτε επίσης: Κατηγορία:Γλυπτική

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλυπτική οι γλυπτικές
      γενική της γλυπτικής των γλυπτικών
    αιτιατική τη γλυπτική τις γλυπτικές
     κλητική γλυπτική γλυπτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
πάρκο με έργα γλυπτικής στη Φινλανδία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλυπτική < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γλυπτική (ενν. τέχνη), θηλυκό του γλυπτικός < γλύπτης < αρχαία ελληνική γλύφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *glewbʰ- (χωρίζω, διαιρώ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣli.ptiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλυ‐πτι‐κή
ομόηχο: γλυπτικοί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλυπτική θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Υπώνυμα επεξεργασία

Υπερώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

γλυπτική