γλυπτική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γλυπτική < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γλυπτική (εννοείται το ουσιαστικό τέχνη)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣli.ptiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλυ‐πτι‐κή
- ομόηχο: γλυπτικοί
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γλυπτική θηλυκό
- (τέχνες - γλυπτική) η τέχνη του γλύπτη, της δημιουργίας τρισδιάστατων ή ανάγλυφων κατασκευών και δημιουργημάτων
Υπώνυμα
επεξεργασίαΥπερώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | γλυπτική | αἱ | γλυπτικαί |
γενική | τῆς | γλυπτικῆς | τῶν | γλυπτικῶν |
δοτική | τῇ | γλυπτικῇ | ταῖς | γλυπτικαῖς |
αιτιατική | τὴν | γλυπτικήν | τὰς | γλυπτικᾱ́ς |
κλητική ὦ! | γλυπτική | γλυπτικαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γλυπτικᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γλυπτικαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γλυπτική, -ῆς θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (τέχνες - γλυπτική) η γλυπτική, η τέχνη του γλύπτη
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΌροι σχετικοί με γλυπτά:
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
γλυπτική (ελληνιστική κοινή)
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του γλυπτικός
Πηγές
επεξεργασία
- γλυπτικός, γλυπτική - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.