Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈskʌlptj(ʊ)ə/ & /ˈskʌlpt͡ʃə/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈskʌlpt͡ʃɚ/ (αμερικανικό)  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sculpture sculptures

sculpture (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το γλυπτό, το έργο γλυπτικής
    ⮡  the sculptures of the Parthenon - τα γλυπτά του Παρθενώνα
  2. (μη μετρήσιμο) η γλυπτική τέχνη
    ⮡  ancient/abstract/monumental/modern sculpture
    αρχαία/αφηρημένη/μνημειακή/μοντέρνα γλυπτική

Δείτε επίσης

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
sculpture sculptures

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /skyl.tyʁ/ (δεν προφέρεται το p)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sculpture (fr)

  1. το γλυπτό
  2. η γλυπτική

Δείτε επίσης

επεξεργασία