sculpture
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sculpture | sculptures |
sculpture (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το γλυπτό, το έργο γλυπτικής
- ⮡ the sculptures of the Parthenon - τα γλυπτά του Παρθενώνα
- (μη μετρήσιμο) η γλυπτική τέχνη
- ⮡ ancient/abstract/monumental/modern sculpture
- αρχαία/αφηρημένη/μνημειακή/μοντέρνα γλυπτική
- ⮡ ancient/abstract/monumental/modern sculpture
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sculpture | sculptures |
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
sculpture (fr)
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- sculpture - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- sculpture - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online