Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλυπτό τα γλυπτά
      γενική του γλυπτού των γλυπτών
    αιτιατική το γλυπτό τα γλυπτά
     κλητική γλυπτό γλυπτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλυπτό < ουδέτερο του επιθέτου γλυπτός < γλύφω
 
Γλυπτό σε υπαίθριο χώρο.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλυπτό ουδέτερο

  • Το αποτέλεσμα του γλύφειν: έργο τέχνης που αναπαριστά μια μορφή σε τρεις διαστάσεις.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

γλυπτό