γλύφω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλύφω < αρχαία ελληνική γλύφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *glewbʰ- (χωρίζω, διαιρώ)
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαγλύφω, παθ.φωνή: γλύφομαι, μτχ.π.π.: γλυμένος
- (παρωχημένο)[1] λαξεύω, επεξεργάζομαι την πέτρα ή άλλο σκληρό υλικό με σκοπό την παραγωγή ενός γλυπτού
Συγγενικά
επεξεργασία- ανάγλυφα
- αναγλυφή
- αναγλυφικά
- αναγλυφικός
- αναγλυφικότητα
- ανάγλυφο
- ανάγλυφος
- αναγλύφω
- αργυρόγλυφο
- γλυμένος
- γλυμίζω
- γλύμμα
- γλύφανο
- γλυφή
- γλυφίδα
- δίγλυφο
- δίγλυφος
- έγγλυμμα
- εγγλυφή
- έγγλυφος
- εσώγλυφος
- ιερογλυφικά
- ιερογλυφικός
- οδοντογλυφίδα
- ολόγλυφος
- σφραγιδογλυφία
- τοκογλυφία
- τοκογλυφικός
- τοκογλύφος
- τρίγλυφο
- → δείτε τη λέξη γλύπτης
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γλύφω | έγλυφα | θα γλύφω | να γλύφω | γλύφοντας | |
β' ενικ. | γλύφεις | έγλυφες | θα γλύφεις | να γλύφεις | γλύφε | |
γ' ενικ. | γλύφει | έγλυφε | θα γλύφει | να γλύφει | ||
α' πληθ. | γλύφουμε | γλύφαμε | θα γλύφουμε | να γλύφουμε | ||
β' πληθ. | γλύφετε | γλύφατε | θα γλύφετε | να γλύφετε | γλύφετε | |
γ' πληθ. | γλύφουν(ε) | έγλυφαν γλύφαν(ε) |
θα γλύφουν(ε) | να γλύφουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έγλυψα | θα γλύψω | να γλύψω | γλύψει | ||
β' ενικ. | έγλυψες | θα γλύψεις | να γλύψεις | γλύψε | ||
γ' ενικ. | έγλυψε | θα γλύψει | να γλύψει | |||
α' πληθ. | γλύψαμε | θα γλύψουμε | να γλύψουμε | |||
β' πληθ. | γλύψατε | θα γλύψετε | να γλύψετε | γλύψτε | ||
γ' πληθ. | έγλυψαν γλύψαν(ε) |
θα γλύψουν(ε) | να γλύψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γλύψει | είχα γλύψει | θα έχω γλύψει | να έχω γλύψει | ||
β' ενικ. | έχεις γλύψει | είχες γλύψει | θα έχεις γλύψει | να έχεις γλύψει | ||
γ' ενικ. | έχει γλύψει | είχε γλύψει | θα έχει γλύψει | να έχει γλύψει | ||
α' πληθ. | έχουμε γλύψει | είχαμε γλύψει | θα έχουμε γλύψει | να έχουμε γλύψει | ||
β' πληθ. | έχετε γλύψει | είχατε γλύψει | θα έχετε γλύψει | να έχετε γλύψει | ||
γ' πληθ. | έχουν γλύψει | είχαν γλύψει | θα έχουν γλύψει | να έχουν γλύψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Σε πολλά λεξικά της νεοελληνικής κοινής δεν υπάρχει ως νεότερος τύπος.
Ως νεότερος τύπος, στο λήμμα γλύφω - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | γλύφω | γλύφομαι |
Παρατατικός | ἔγλυφον | ἐγλυφόμην |
Μέλλοντας | γλύψω | γλύψομαι |
Αόριστος | ἔγλυψα | ἐγλυψάμην |
Παρακείμενος | γέγλυφα | γέγλυμμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐγεγλύφειν | ἐγεγλύμμην |
Συντελ.Μέλλ. | γεγλύψομαι |
Ετυμολογία
επεξεργασίαγλύφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *glewbʰ- (χωρίζω, διαιρώ) (ρίζα γλυφ- συγγενές του γλάφω και στη ρίζα και στην έννοια)
Ρήμα
επεξεργασίαγλύφω, (μέσο-παθητικό γλύφομαι)
Παράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- διαφορετικού ετύμου, νεοελληνικό γλείφω
Πηγές
επεξεργασία- γλύφω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γλύφω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.