ανάγλυφα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαανάγλυφα
- με ανάγλυφο τρόπο
- με διαύγεια
- ≈ συνώνυμα: ζωηρά, παραστατικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανάγλυφα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ανάγλυφος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανάγλυφο