ανάγλυφο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ανάγλυφο | τα | ανάγλυφα |
γενική | του | ανάγλυφου | των | ανάγλυφων |
αιτιατική | το | ανάγλυφο | τα | ανάγλυφα |
κλητική | ανάγλυφο | ανάγλυφα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανάγλυφο ουδέτερο
- (γλυπτική) γλυπτό έργο τέχνης στο οποίο σχήματα ή μορφές προβάλλουν από την επίπεδη επιφάνεια της πλάκας στην οποία έχουν λαξευτεί
- (γεωλογία) οι εξάρσεις και βυθίσεις της επιφάνειας της γης
- Η περιοχή παρουσιάζει ένα πλούσιο ανάγλυφο με επιβλητικές οροσειρές και βαθιές χαράδρες.
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- ανάγλυφο: κλιτικός τύπος