ολόγλυφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολόγλυφος < ολο- + γλύφω + -ος < αρχαία ελληνική ολόγλυφος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *glewbʰ- (χωρίζω, διαιρώ)
Επίθετο
επεξεργασίαολόγλυφος
- που τον έχουν γλύψει, τον έχουν επεξεργαστεί ή σκαλίσει απ’ όλες τις πλευρές
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ολόγλυφος
|