σκαλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκαλίζω < ελληνιστική κοινή σκαλίζω < αρχαία ελληνική σκάλλω
Ρήμα
επεξεργασία- ανακατεύω την επιφάνεια του χώματος χρησιμοποιώντας, συνήθως, ειδικό εργαλείο
- (ειδικότερα) ανακατεύω τα κάρβουνα ή τα ξύλα σε φωτιά
- σκαλίστε τη φωτιά από κάτω για δυναμώσει
- (ειδικότερα) (για την ανθρώπινη μύτη) ψαχουλεύω με το δάχτυλό μου στο εσωτερικό της μύτης
- (ειδικότερα) (για σπυρί ή πληγή) ξύνω
- (κατ’ επέκταση) (για ζώα) σκάβω ελαφριά με τα πόδια
- (κατ’ επέκταση) ανακατεύω πράγματα ψάχνωντας για κάτι
- (μεταφορικά) περιεργάζομαι το εσωτερικό κάποιου αντικειμένου πειράζοντας κάτι μέσα σε αυτό με αποτέλεσμα να το χαλάσω ή να κινδυνεύει να χαλάσει
- χαράζω στην επιφάνεια κάποιου υλικού, σχέδια ή γράμματα
- έχουν σκαλίσει πάνω στον δέντρο μια καρδιά και τα αρχικά τους
- (μεταφορικά) ερευνώ κάποιο θέμα με πιο λεπτομερή τρόπο
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- τα σκαλίζω: (συνήθως αρνητικά ή έρωτηματικά) κάνω έρευνα για κάποιο θέμα που θεωρείται ότι έχει λήξει
- αν δεν τα σκάλιζες θα ήμασταν ακόμα μια χαρά
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκαλίζω | σκάλιζα | θα σκαλίζω | να σκαλίζω | σκαλίζοντας | |
β' ενικ. | σκαλίζεις | σκάλιζες | θα σκαλίζεις | να σκαλίζεις | σκάλιζε | |
γ' ενικ. | σκαλίζει | σκάλιζε | θα σκαλίζει | να σκαλίζει | ||
α' πληθ. | σκαλίζουμε | σκαλίζαμε | θα σκαλίζουμε | να σκαλίζουμε | ||
β' πληθ. | σκαλίζετε | σκαλίζατε | θα σκαλίζετε | να σκαλίζετε | σκαλίζετε | |
γ' πληθ. | σκαλίζουν(ε) | σκάλιζαν σκαλίζαν(ε) |
θα σκαλίζουν(ε) | να σκαλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκάλισα | θα σκαλίσω | να σκαλίσω | σκαλίσει | ||
β' ενικ. | σκάλισες | θα σκαλίσεις | να σκαλίσεις | σκάλισε | ||
γ' ενικ. | σκάλισε | θα σκαλίσει | να σκαλίσει | |||
α' πληθ. | σκαλίσαμε | θα σκαλίσουμε | να σκαλίσουμε | |||
β' πληθ. | σκαλίσατε | θα σκαλίσετε | να σκαλίσετε | σκαλίστε | ||
γ' πληθ. | σκάλισαν σκαλίσαν(ε) |
θα σκαλίσουν(ε) | να σκαλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκαλίσει | είχα σκαλίσει | θα έχω σκαλίσει | να έχω σκαλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκαλίσει | είχες σκαλίσει | θα έχεις σκαλίσει | να έχεις σκαλίσει | έχε σκαλισμένο | |
γ' ενικ. | έχει σκαλίσει | είχε σκαλίσει | θα έχει σκαλίσει | να έχει σκαλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκαλίσει | είχαμε σκαλίσει | θα έχουμε σκαλίσει | να έχουμε σκαλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκαλίσει | είχατε σκαλίσει | θα έχετε σκαλίσει | να έχετε σκαλίσει | έχετε σκαλισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν σκαλίσει | είχαν σκαλίσει | θα έχουν σκαλίσει | να έχουν σκαλίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) σκαλισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) σκαλισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) σκαλισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) σκαλισμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκαλίζω
|