ψαχουλεύω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ψαχουλεύω < συμφυρμός των ψάχω + χαλεύω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ΡήμαΕπεξεργασία
ψαχουλεύω, αόρ.: ψαχούλεψα, παθ.φωνή: ψαχουλεύομαι, π.αόρ.: ψαχουλεύτηκα
- ψάχνω να βρω κάτι ανασκαλεύοντας κι ανακατεύοντας άλλα πράγματα
- ψάχνω κάτι (στα τυφλά) ψηλαφώντας με τα δάχτυλά μου
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
- → δείτε και τη λέξη ψηλαφώ
ψάχνω ανασκαλεύοντας
ΠηγέςΕπεξεργασία
- ψαχουλεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.