Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψαχουλευτός η ψαχουλευτή το ψαχουλευτό
      γενική του ψαχουλευτού της ψαχουλευτής του ψαχουλευτού
    αιτιατική τον ψαχουλευτό την ψαχουλευτή το ψαχουλευτό
     κλητική ψαχουλευτέ ψαχουλευτή ψαχουλευτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψαχουλευτοί οι ψαχουλευτές τα ψαχουλευτά
      γενική των ψαχουλευτών των ψαχουλευτών των ψαχουλευτών
    αιτιατική τους ψαχουλευτούς τις ψαχουλευτές τα ψαχουλευτά
     κλητική ψαχουλευτοί ψαχουλευτές ψαχουλευτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψαχουλευτός < ψαχουλεύω + -τός

  Επίθετο επεξεργασία

ψαχουλευτός, -ή, -ό

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία