ψαχουλευτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ψαχουλευτός, -ή, -ό
- που ψαχουλεύεται ή μπορεί να ψαχουλευτεί
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ψαχουλεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψαχουλευτός
|