• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ψαχουλευτά

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίρρημα
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Αντώνυμα
      • 1.2.3 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.4 Μεταφράσεις
    • 1.3 Κλιτικός τύπος επιθέτου

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ψαχουλευτά < ψαχουλευτός + -α

  ΕπίρρημαΕπεξεργασία

ψαχουλευτά

  • ψάχνοντας κάτι με την αφή, χωρίς να μπορώ να δω τι ακριβώς ακουμπώ

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • ψηλαφητά
  • ψηλαφιστά

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

  • αψαχούλευτα
  • αψηλάφιστα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη ψαχουλεύω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ψαχουλευτά

  Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία

  • ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ψαχουλευτός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ψαχουλευτά&oldid=5529556"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Φεβρουαρίου 2022, στις 09:51
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Φεβρουαρίου 2022, στις 09:51.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie