Ετυμολογία

επεξεργασία
ψάχνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ψάχνω < αρχαία ελληνική ψαύω από το ουρανικό θέμα του παρακειμένου ἔψαυκα του ψαύω (κατά το διώκω που έγινε διώχνω)

ψάχνω, πρτ.: έψαχνα, στ.μέλλ.: θα ψάξω, αόρ.: έψαξα, παθ.φωνή: ψάχνομαι, π.αόρ.: ψάχτηκα, μτχ.π.π.: ψαγμένος

  1. προσπαθώ να βρω κάτι ή κάποιον
      Τον έψαχνα σε όλη τη γειτονιά.
      Ψάχνω να βρω στοιχεία στο διαδίκτυο για την εργασία μου.
     συνώνυμα: αγρεύω, αναζητώ, γυρεύω
  2. ερευνώ (π.χ. ένα χώρο) προσπαθώντας να βρω κάτι ή κάποιον
      Έψαξε τις τσέπες του προσπαθώντας να βρει ανάμεσα στα κέρματα το κλειδί του.
      τον έψαξαν στο αεροδρόμιο (του έκαναν σωματική έρευνα)
  3. επιπλέον σημασίες στην παθητική φωνή  δείτε τη λέξη ψάχνομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία