Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψαγμένος η ψαγμένη το ψαγμένο
      γενική του ψαγμένου της ψαγμένης του ψαγμένου
    αιτιατική τον ψαγμένο την ψαγμένη το ψαγμένο
     κλητική ψαγμένε ψαγμένη ψαγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψαγμένοι οι ψαγμένες τα ψαγμένα
      γενική των ψαγμένων των ψαγμένων των ψαγμένων
    αιτιατική τους ψαγμένους τις ψαγμένες τα ψαγμένα
     κλητική ψαγμένοι ψαγμένες ψαγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψαγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ψάχνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /psaɣˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψαγ‐μέ‐νος
παρώνυμο: ψυγμένος

  Μετοχή επεξεργασία

ψαγμένος , -η , -ο (και ως ουσιαστικό)

  1. που τον έχουν ψάξει (π.χ. σε σωματική έρευνα σε κρατητήριο)
    Άσ' τονε αυτόν, συνάδελφε, είναι ψαγμένος, δεν υπάρχει κάτι... (του έχει κάνει σωματική έρευνα άλλος αστυνομικός)
  2. (νεολογισμός) για το άτομο που δεν είναι αφελές ή επιπόλαιο, που έχει διερευνητική στάση στη ζωή ή έχει πολλές εμπειρίες

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία