ψαγμένες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαψαγμένες
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψαγμένη
Κατι που είναι πιο καλό ή και επιστημονικό από το άλλο
Π.χ. Ψαγμενες ιδέες.
ψαγμένες
Κατι που είναι πιο καλό ή και επιστημονικό από το άλλο
Π.χ. Ψαγμενες ιδέες.