Ετυμολογία

επεξεργασία

διώκω, πρτ.: δίωκα, αόρ.: δίωξα, παθ.φωνή: διώκομαι, π.αόρ.: διώχθηκα, μτχ.π.π.: διωγμένος

  1. καταδιώκω, καταζητώ
  2. καταπολεμώ
  3. (νομικός όρος) φέρνω κάποιον στο δικαστήριο, για να δικαστεί, κινώ τις σχετικές διαδικασίες
     συνώνυμα: ενάγω
  4. εναντιώνομαι με συγκεκριμένες πράξεις σε άτομα με διαφορετικές απόψεις ή πεποιθήσεις
  5. εφαρμόζω μέτρα πειθαρχικού ελέγχου

Συγγενικά

επεξεργασία

λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

Παράγωγα

επεξεργασία
  • θέμα διωξ-  δείτε τη λέξη δίωξις
  • ...