Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δίωξῐς αἱ διώξεις
      γενική τῆς διώξεως τῶν διώξεων
      δοτική τῇ διώξει ταῖς διώξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν δίωξῐν τὰς διώξεις
     κλητική ! δίωξῐ διώξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διώξει
γεν-δοτ τοῖν  διωξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίωξις < διώκ(ω) + -σις > -ξις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δίωξις, -εως θηλυκό

  1. καταδίωξη, κυνήγι
  2. (νομικός όρος) η δίωξη

Συγγενικά επεξεργασία

με διωξ- στο θέμα

→ δείτε και τη λέξη διώκω

  Πηγές επεξεργασία