δίωξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δίωξῐς | αἱ | διώξεις |
γενική | τῆς | διώξεως | τῶν | διώξεων |
δοτική | τῇ | διώξει | ταῖς | διώξεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | δίωξῐν | τὰς | διώξεις |
κλητική ὦ! | δίωξῐ | διώξεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διώξει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διωξέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδίωξις, -εως θηλυκό
- καταδίωξη, κυνήγι
- (νομικός όρος) η δίωξη
Συγγενικά
επεξεργασίαμε διωξ- στο θέμα
→ δείτε και τη λέξη διώκω
Πηγές
επεξεργασία- δίωξις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δίωξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.