πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διώκτης οι διώκτες
      γενική του διώκτη των διωκτών
    αιτιατική τον διώκτη τους διώκτες
     κλητική διώκτη διώκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διώκτης αρσενικό (θηλυκό διώκτρια)

  1. αυτός που διώκει, που εκτελεί δίωξη ή διωγμό
  2. αυτός που καταδιώκει

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη διώκω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διώκτης οἱ διῶκται
      γενική τοῦ διώκτου τῶν διωκτῶν
      δοτική τῷ διώκτ τοῖς διώκταις
    αιτιατική τὸν διώκτην τοὺς διώκτᾱς
     κλητική ! διῶκτ διῶκται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διώκτ
γεν-δοτ τοῖν  διώκταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία