διώκτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | διώκτης | οι | διώκτες |
γενική | του | διώκτη | των | διωκτών |
αιτιατική | τον | διώκτη | τους | διώκτες |
κλητική | διώκτη | διώκτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διώκτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διώκτης < αρχαία ελληνική διώκω < δίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dih₁- (κινώ γρήγορα)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðiˈo.ktis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ώ‐κτης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιώκτης αρσενικό (θηλυκό διώκτρια)
- αυτός που διώκει, που εκτελεί δίωξη ή διωγμό
- αυτός που καταδιώκει
Συγγενικά
επεξεργασία- τυχοδιώκτης
- Όροι με διώκτης — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
→ και δείτε τη λέξη διώκω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | διώκτης | οἱ | διῶκται |
γενική | τοῦ | διώκτου | τῶν | διωκτῶν |
δοτική | τῷ | διώκτῃ | τοῖς | διώκταις |
αιτιατική | τὸν | διώκτην | τοὺς | διώκτᾱς |
κλητική ὦ! | διῶκτᾰ | διῶκται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διώκτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διώκταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διώκτης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διώκ(ω) + -της < δίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dih₁- (κινώ γρήγορα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιώκτης αρσενικό (θηλυκό διώκτρια)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη διώκω
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- διώκτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.