πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τυχοδιώκτης οι τυχοδιώκτες
      γενική του τυχοδιώκτη των τυχοδιωκτών
    αιτιατική τον τυχοδιώκτη τους τυχοδιώκτες
     κλητική τυχοδιώκτη τυχοδιώκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ti.xoðiˈo.ktis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τυχοδιώκτης

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τυχοδιώκτης αρσενικό (θηλυκό τυχοδιώκτρια)

  1. αυτός που εκμεταλλεύεται όλες τις περιστάσεις συχνά παίρνοντας μεγάλα ρίσκα, για να πετύχει στη ζωή του
  2. (συνεκδοχικά) αυτός που δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο, έστω και αθέμιτο, για να πετύχει το σκοπό του

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία