διωγμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | διωγμός | οι | διωγμοί |
γενική | του | διωγμού | των | διωγμών |
αιτιατική | τον | διωγμό | τους | διωγμούς |
κλητική | διωγμέ | διωγμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διωγμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διωγμός < (διώκω) διωκ- > διωγ- + -μός
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιωγμός αρσενικό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διώκω
- (ειδικότερα) δράσεις ή διαδικασίες που αποσκοπούν στη δίωξη, την εξόντωση, τον παραγκωνισμό ή την (ηθική κυρίως) απομείωση κάποιου (ατόμου ή συνόλου)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη διώκω
Μεταφράσεις
επεξεργασία διωγμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | διωγμός | οἱ | διωγμοί |
γενική | τοῦ | διωγμοῦ | τῶν | διωγμῶν |
δοτική | τῷ | διωγμῷ | τοῖς | διωγμοῖς |
αιτιατική | τὸν | διωγμόν | τοὺς | διωγμούς |
κλητική ὦ! | διωγμέ | διωγμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διωγμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διωγμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιωγμός αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη διώκω
Πηγές
επεξεργασία- διωγμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διωγμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.