πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διωγμός οἱ διωγμοί
      γενική τοῦ διωγμοῦ τῶν διωγμῶν
      δοτική τῷ διωγμ τοῖς διωγμοῖς
    αιτιατική τὸν διωγμόν τοὺς διωγμούς
     κλητική ! διωγμέ διωγμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διωγμώ
γεν-δοτ τοῖν  διωγμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διωγμός < (διώκω) διωκ- > διωγ- + -μός < δίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dih₁- (κινώ γρήγορα)

Ουσιαστικό

επεξεργασία