αποδιώκω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποδιώκω < αρχαία ελληνική ἀποδιώκω
Ρήμα
επεξεργασίααποδιώκω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποδιώκω | αποδίωκα | θα αποδιώκω | να αποδιώκω | αποδιώκοντας | |
β' ενικ. | αποδιώκεις | αποδίωκες | θα αποδιώκεις | να αποδιώκεις | αποδίωκε | |
γ' ενικ. | αποδιώκει | αποδίωκε | θα αποδιώκει | να αποδιώκει | ||
α' πληθ. | αποδιώκουμε | αποδιώκαμε | θα αποδιώκουμε | να αποδιώκουμε | ||
β' πληθ. | αποδιώκετε | αποδιώκατε | θα αποδιώκετε | να αποδιώκετε | αποδιώκετε | |
γ' πληθ. | αποδιώκουν(ε) | αποδίωκαν αποδιώκαν(ε) |
θα αποδιώκουν(ε) | να αποδιώκουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποδίωξα | θα αποδιώξω | να αποδιώξω | αποδιώξει | ||
β' ενικ. | αποδίωξες | θα αποδιώξεις | να αποδιώξεις | αποδίωξε | ||
γ' ενικ. | αποδίωξε | θα αποδιώξει | να αποδιώξει | |||
α' πληθ. | αποδιώξαμε | θα αποδιώξουμε | να αποδιώξουμε | |||
β' πληθ. | αποδιώξατε | θα αποδιώξετε | να αποδιώξετε | αποδιώξτε | ||
γ' πληθ. | αποδίωξαν αποδιώξαν(ε) |
θα αποδιώξουν(ε) | να αποδιώξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποδιώξει | είχα αποδιώξει | θα έχω αποδιώξει | να έχω αποδιώξει | ||
β' ενικ. | έχεις αποδιώξει | είχες αποδιώξει | θα έχεις αποδιώξει | να έχεις αποδιώξει | ||
γ' ενικ. | έχει αποδιώξει | είχε αποδιώξει | θα έχει αποδιώξει | να έχει αποδιώξει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποδιώξει | είχαμε αποδιώξει | θα έχουμε αποδιώξει | να έχουμε αποδιώξει | ||
β' πληθ. | έχετε αποδιώξει | είχατε αποδιώξει | θα έχετε αποδιώξει | να έχετε αποδιώξει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποδιώξει | είχαν αποδιώξει | θα έχουν αποδιώξει | να έχουν αποδιώξει |
|