διώκομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðiˈo.ko.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ώ‐κο‐μαι
- ομόηχο: διώκομε
Ρήμα
επεξεργασίαδιώκομαι, π.αόρ.: διώχθηκα, μτχ.π.π.: διωγμένος
- παθητική φωνή του ρήματος διώκω
διώκομαι, π.αόρ.: διώχθηκα, μτχ.π.π.: διωγμένος