διώξιμο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διώξιμο | τα | διωξίματα |
γενική | του | διωξίματος | των | διωξιμάτων |
αιτιατική | το | διώξιμο | τα | διωξίματα |
κλητική | διώξιμο | διωξίματα | ||
όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διώξιμο ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διώχνω