αποδιωγμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.po.ði̯oɣˈmos/ & /a.po.ðʝoɣˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐διωγ‐μός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αποδιωγμός αρσενικό
- (λαϊκότροπο) το διώξιμο, ο διωγμός