απόδιωγμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈpo.ðʝoɣ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐διωγ‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
απόδιωγμα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) το διώξιμο, ο διωγμός
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη αποδιώχνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- απόδιωγμα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)