εκδίωξη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκδίωξη | οι | εκδιώξεις |
γενική | της | εκδίωξης & εκδιώξεως |
των | εκδιώξεων |
αιτιατική | την | εκδίωξη | τις | εκδιώξεις |
κλητική | εκδίωξη | εκδιώξεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εκδίωξη < μεσαιωνική ελληνική εκδίωξις < εκδιώκω < αρχαία ελληνική ἐκδιώκω < ἐκ + διώκω < δίω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *dih₁- (κινώ γρήγορα)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /εk.ˈði.ɔ.ksi/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εκδίωξη θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκδιώκω
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
βίαια απομάκρυνση