Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποβολή οι αποβολές
      γενική της αποβολής των αποβολών
    αιτιατική την αποβολή τις αποβολές
     κλητική αποβολή αποβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποβολή < αρχαία ελληνική ἀποβολή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποβολή θηλυκό

  1. φυσιολογική ή και εκούσια απώλεια
    το φίδι μετά την αποβολή του δέρματός του αποκτά καινούριο
  2. ακούσια διακοπή της εγκυμοσύνης
  3. η πειθαρχική ποινή με την οποία επιβάλλεται σε κάποιον παραβάτη (μαθητή ή αθλητή) να αποχωρήσει (από το σχολείο ή τον αγώνα)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία