miscarriage
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
miscarriage | miscarriages |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmiscarriage (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η αποβολή, ακούσια διακοπή της εγκυμοσύνης
- ⮡ She had a miscarriage.
- Έκανε αποβολή.
- ⮡ She had a miscarriage.