Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀποβολή < ἀποβάλλω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀποβολή-ῆς θηλυκό

  1. το πέταμα, η ρίψη, η αποβολή
  2. η απώλεια
  3. (γραμμ.) η απώλεια γράμματος ή τόνου (μεταγενέστερη έννοια, στα τέλη της ελληνιστικής)

Συγγενικά

επεξεργασία